-
1 κατειλύω
A cover up,κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318
;ἐν βοείαις A.R.3.206
;ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Hdt.2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατειλύω
См. также в других словарях:
κατειλύω — (Α) περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλύω «περιτυλίγω»] … Dictionary of Greek